- οξυυδρικός
- -ή, -όχημ. αυτός που αναφέρεται σε αέριο μίγμα υδρογόνου και οξυγόνου («οξυυδρική φλόγα» — η φλόγα που παράγεται με καύση υδρογόνου μέσα σε καθαρό οξυγόνο).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Δαμβέργη].
Dictionary of Greek. 2013.